- Τερπιάδης
- Τερπιάδης: son of Terpis, Phemius, Od. 22.330†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Τερπιάδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τερπιάδης — ου, ὁ, Α (ως πατρωνυμικό τού ραψωδού Φημίου) παιδί τής τέρψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + κατάλ. (ι)άδης (πρβλ. Ἀσκληπιάδης)] … Dictionary of Greek
Τερπιάδην — Τερπιάδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)